Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

Οδός Δημ. Γούναρη. Η ιστορία του δρόμου που χτυπάει η καρδιά του εμπορίου του Πειραιά

Φωτό αρχείου
Του Σταύρου Μαλαγκονιάρη

Ένας δρόμος ενώνει το χτες με το σήμερα στον Πειραιά. Μάλιστα, χωρίς σχέδιο, σα κάποιο αόρατο χέρι να φρόντισε γι’ αυτό, σε κάθε γωνιά του, σώζεται ένα χαρακτηριστικό δείγμα της ιστορικής διαδρομής της πόλης.
Ίσως, να ήταν το… χέρι του θεού Ερμή, μιας και από την αρχαιότητα εκεί, στην οδό «Δημ. Γούναρη» ή «Μακράς Στοάς», όπως ονομαζόταν πριν από το 1937, χτυπάει η καρδιά του εμπορίου.
«Δημ. Γούναρη» και «Ακτή Ποσειδώνος» γωνία. Είναι ορατά (και εγκαταλελειμμένα) τα απομεινάρια της Μακράς Στοάς, που κατασκευάστηκε την εποχή του Περικλέους (451 π.Χ). Ήταν μια από τις πέντε Στοές του Πειραιά, στο τμήμα της παραλίας που ονομαζόταν «Εμπόριον».
Λίγο πιο μακριά σ’ ένα τρίγωνο, που σχηματίζουν οι οδοί Δημ. Γούναρη, Ναυαρίνου και Αριστείδου, βρισκόταν το

Αμαξοστάσιο, η «πιάτσα» για τα αμαξάκια, το βασικό μεταφορικό- συγκοινωνιακό μέσο της πόλης κατά το 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου.
Πιο πάνω σώζεται ένα από τα μακαρονοποιεία του Πειραιά, από τα πρώτα βιομηχανικά κτίρια της πόλης και γύρω γύρω ένα αταίριαστο αλλά γοητευτικό «χαρμάνι», από κλειστά παλαιά καταστήματα και αποθήκες, με κάποιες ξεβαμμένες πινακίδες να θυμίζουν ότι κάποτε είχαν «ζωή», μαζί με απρόσωπα κτίρια, 30 ή 40 χρονών.
Όπως και να ‘χει στον δρόμο, αυτό, συνεχίζει να χτυπά η καρδιά του εμπορίου με την δημοτική αγορά της πόλης αλλά και ένα σωρό μαγαζιά, που μοιάζουν να «ξεπηδάνε» από το παρελθόν με τις πραμάτειες στο πεζοδρόμιο…
Η… βόλτα στην οδό Δημ. Γούναρη αρχίζει αναπόφευκτα από το τέλος ή την αρχή της, στο λιμάνι του Πειραιά, στη διασταύρωση με την Ακτή Ποσειδώνος (τη λεωφόρο Πλούτωνος, των παλαιών χρόνων). Στη γωνία, σε ένα χορταριασμένο οικόπεδο, συνήθως με λιμνάζοντα νερά, διακρίνονται τμήματα της Μακράς Στοάς.
Ήταν μια από τις πέντε Στοές, που είχε κατά την αρχαιότητα το λιμάνι, και χρησίμευαν για τις εμπορικές συναλλαγές και ως αποθηκευτικοί χώροι. Η Μακρά Στοά ταυτίζεται με την Αλφιτόπωλιν, τη σπουδαιότερη σιταποθήκη του Πειραιά, στην οποία αποθηκευόταν και διακινείτο το σιτάρι.
Στον ένα τοίχο, στη μια άκρη του οικοπέδου, διακρίνονται μερικές ξύλινες κατασκευές, που μοιάζουν με ανοιχτά ντουλάπια. Είναι ό,τι έχει απομείνει για να θυμίζει πως εκεί ήταν χτισμένο το «μέγα ξενοδοχείον» «Κοντινεντάλ», «το οποίον θεωρείται ως το καλλίτερον υπό άποψιν καθαριότητος και τοποθεσίας», σύμφωνα με εφημερίδες της εποχής.  Ήταν ένα επιβλητικό τριώροφο κτήριο, που οικοδομήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα (1902- 1904) και καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στο βομβαρδισμό της 11ης Ιανουαρίου 1944.
Όταν οικοδομήθηκε το ξενοδοχείο ο Πειραιάς ήταν ήδη ένα μεγάλο εμποροβιομηχανικό κέντρο.
Από την αποδελτίωση των φορολογικών καταλόγων οικοδομών των ετών 1837, 1841, 1851 και 1861 παρατηρείται ότι η μεγαλύτερη συγκέντρωση εμπορικών λειτουργιών αναπτυσσόταν στα τμήματα της πόλης,  με άμεση επικοινωνία με το λιμάνι και τις οδούς που οδηγούσαν στην έξοδο της πόλης προς την πρωτεύουσα. {Πηγή: Σταματίνα Μαλικούτη «Πειραιάς 1834-1912», Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά}
Ο βασικότερος δρόμος, που έφτανε στο λιμάνι και οδηγούσε στην έξοδο της πόλης προς Αθήνα, ήταν η οδός Δημ. Γούναρη ή Μακράς Στοάς, όπως είχε ονομαστεί, μεταξύ του 1851 και του 1852, στη πρώτη ονοματοδοσία των οδών της πόλης. Το σημερινό όνομά της το έλαβε, στις 22 Ιουνίου 1937, οπότε ο Δήμος, στην διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά, αποφάσισε να της δώσει το όνομα του θεωρούμενου ως «πατέρα της Δεξιάς», Δ. Γούναρη, που είχε εκτελεστεί το 1922 μετά την «δίκη των έξη» για τη μικρασιατική καταστροφή.
Η οδός Μακράς Στοάς βρισκόταν στην «καρδιά» της Χιακής συνοικίας (σ.σ. στην άλλη πλευρά, προς τον Άγιο Νικόλαο, βρισκόταν η Υδραίικη συνοικία), της οποίας οι κάτοικοι ανέπτυξαν εμπορικές δραστηριότητες.
Ο ίλαρχος Γ. Αγγελόπουλος, φρούραρχος Πειραιώς στο έργο του «Στατιστική Πειραιώς», που γράφτηκε το 1852  (επανέκδοση «Ελεύθερη Σκέψις» 2000, σελ. 6) περιγράφει τον δρόμο ως εξής:
«(…) η πρώτη (εν. η Μακράς Στοάς) πλατυτέρα ούσα των λοιπών, άγει κατ’ ευθείαν εξ Αθηνών, διέρχεται από το δημοσιώτερον της αγοράς μέρος και φθάνει εις την προκυμαίαν, αριστερά του ιστάμενου επί της βασιλικής αποβάθρας (σ.σ. η σημερινή προβλήτα, απέναντι από τη Β’ Μεραρχίας, προβλήτα της Τρούμπας) και εστραμμένου προς τον λιμένα».
Το βράδυ οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί. Ο φωτισμός άρχισε να λειτουργεί το 1878. Τότε ξεκίνησε, κανονικά, τη λειτουργία της η «Εταιρία αεριόφωτος Πειραιώς» και στους δρόμους της πόλης τοποθετήθηκαν οι πρώτοι 297 φανοί.
Πάντως, το 1852, όπως διαβάζουμε, στη «Στατιστική Πειραιώς», στο τέλος της Μακράς Στοάς απέναντι από τη πλατεία Όθωνος (τη σημερινή πλατεία Καραϊσκάκη) υπήρχαν παραπήγματα, που λειτουργούσαν κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία και λαχανοπωλεία. Προφανώς, ήταν στο ίδιο σημείο, που βρίσκεται σήμερα η δημοτική αγορά του Πειραιά.
Στη διασταύρωση με την οδού Τσαμαδού υπήρχε και μια από τις πέντε δημόσιες κρήνες, η οποία «είναι κατασκευασμένη από πωρίον» (=πωρόλιθο)

Από τότε υπήρχαν και τα πρώτα βιομηχανικά κτήρια. Ήταν το πνευματοποιείον του Γερμανού φιλέλληνα Κ. Στάπ, που παρασκεύαζε και έκανε εξαγωγή οινοπνεύματος. Ο ίδιος είχε και «εξαίρετον φαρμακείον», από το οποίο «προμηθεύεται η Κυβέρνησις τα δια τον στρατόν απαιτούμενα εκάστοτε φάρμακα» ενώ πολλές φορές έδινε δωρεάν φάρμακα σε οικονομικά αδύνατους πειραιώτες.
Επίσης, υπήρχαν τρία μανεστροποιεία, του Κ. Ν. Μελετόπουλου, του Κ. Πάνου και του Κ. Περίδη. Ο Περίδης διατηρούσε κατάστημα και στη Κωνσταντινούπολη, όπου έκανε εξαγωγή μανέστρας (ένα ζυμαρικό σαν το κριθαράκι) και είχε και ένα από τα μεγαλύτερα αρτοποιεία, που προμήθευαν ψωμί εμπορικά και πολεμικά πλοία, που έφτασαν στον Πειραιά.
Τα πρώτα έργα οδοποιίας οργανώνονται στο διάστημα 1848-49, εκτελούνται με αργούς ρυθμούς και με σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες και περιλαμβάνουν την ισοπέδωση και τη λιθόστρωση κεντρικών δρόμων: της οδού Γούναρη, της λεωφόρου Ποσειδώνος καθώς και τμήματα των λεωφόρων Εθν. Αντιστάσεως, Ηρώων Πολυτεχνείου, Βασ. Γεωργίου Α’ και Γρ. Λαμπράκη. Οι κεντρικές λεωφόροι τελειοποιούνται μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα {Πηγή: Σταμ. Μαλικούτη, ο.π, σελ 127-128}.
Με την είσοδο του 20ου αιώνα ο Πειραιάς έχει γίνει το βασικό εμποροβιομηχανικό κέντρο και η οδός Μακράς Στοάς συγκεντρώνει διαφόρων ειδών δραστηριότητες.
Στον «Οδηγό του Πειραιώς» του 1902 διαβάζουμε ότι σε αυτό το δρόμο υπήρχαν πέντε επιχειρήσεις αλευρεμπόρων, ένα βαρελοποιείο, έξη καταστήματα ετοίμων ενδυμάτων, δύο μακαρονοποιεία, φαρμακεία, καφενεία, κουρεία, εστιατόρια, καπνοπωλεία κ.α.
Ένα από τα καπνοπωλεία, μαζί με καφενείο, ήταν του Χρήστου Χρηστόπουλου ή Αραπάκου, στην οδό Μακράς Στοάς 47, του οποίου η λειτουργία είχε αποτελέσει είδηση ακόμα και στις αθηναϊκές εφημερίδες.
«Η γείτων πόλις απόκτησεν εν ακόμη λαμπρόν κέντρον, το επί της λεωφόρου Μακράς Στοάς παρά το Αμαξοστάσιον (σ.σ. η «πιάτσα» των αμαξών) καφφενείον και καπνοπωλείον του κ. Χρήστου Χρηστοπούλου ή Αραπάκου. Εν αυτώ θα εύρητε τα εκλεκτότερα καπνά και πάντα τα είδη του καφενείου καθαρά και πρώτης ποιότητος», έγραφε, στις 10.9.1901, η εφημερίδα «Εμπρός».
Στην αγορά υπήρχαν επτά ιχθυοπωλεία, καταστήματα με αποικιακά και εγχώρια προϊόντα, εδωδιμοπωλεία, παντοπωλεία, οπωροπωλεία και δύο οινοπωλεία.
Στις περιγραφές φαίνονται και μια σειρά δραστηριότητες, που πλέον έχουν «σβήσει»,  όπως βαρελοποιείο, καροποιείο., καρφοβελονοποιείο, σελοποιείο και φελοποιείο…
Εκείνη την εποχή λειτουργούσε το ξενοδοχείο «Νασιονάλ» ενώ στην περιοχή υπήρχαν και ορισμένα ποτοποιεία. Κάποια απ’ αυτά παρήγαγαν ποτά τύπου κονιάκ, που για πολλά χρόνια κυριάρχησαν στην ελληνική και διεθνή αγορά. Τέτοιο ήταν το κονιάκ Μεταξά Σ και Η, που παρασκευαζόταν στην οδό Αριστείδου 7 αλλά και το κονιάκ Μπαρμπαρέσου, με έδρα στην οδό Μακράς Στοάς 51, εκεί που σήμερα βρίσκεται το εμπορικό ακίνητο «Μεσόγειος», κοντά στην Ακτή Ποσειδώνος.
Τα επόμενα χρόνια, τη περίοδο του μεσοπολέμου, θα αρχίσουν να κατασκευάζονται νεοκλασικά μέγαρα γραφείων, όπως το Μέγαρο Γαβριήλ στη διασταύρωση με την οδό Καραολή- Δημητρίου, το Μέγαρο Σφαέλλου, στη διασταύρωση με την οδό Νικήτα κ.α. για να φτάσουμε στις δεκαετίες του 1960 και 1970, οπότε παίρνουν θέση και τα «σύγχρονα», πολυώροφα κτίρια γραφείων.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε, για πρώτη φορά, στις 23.12.2016 στο ένθετο "Νησίδες" της "Εφημερίδας των Συντακτών".
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι πιο δημοφιλείς αναρτήσεις