Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

Η ιστορία του εργοστάσιου Λιπασμάτων Δραπετσώνας. Ποια ήταν η παρέα της Ζυρίχης, τι ρόλο έπαιξε. Οι συνθήκες εργασίας

 Του Σταύρου Μαλαγκονιάρη*

«Λιπάσματα» Δραπετσώνας. Μια έκταση σπαρμένη με αγώνες δεκαετιών, όχι μόνο για την ανάπλασή της, που ήταν αίτημα των τελευταίων χρόνων, αλλά κυρίως για ένα μεροκάματο αξιοπρέπειας.
Ιδιαίτερα την περίοδο του μεσοπολέμου οι συγκρούσεις μεταξύ εργαζόμενων και εργοδοσίας ήταν πολλές και κάποιες φορές αιματηρές.
Η ιστορία του εργοστασίου αρχίζει, στις 13 Μάϊου 1909, οπότε δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το καταστατικό της «Ελληνικής Εταιρείας χημικών προϊόντων και λιπασμάτων». Κατά μια τραγική ειρωνεία οι τίτλοι τέλους έπεσαν ακριβώς μετά από 90 χρόνια, το 1999, με εσπευσμένες ενέργειες της τότε κυβέρνησης Κ. Σημίτη.
Από το ιδρυτικό καταστατικό φάνηκαν οι προοπτικές της νέας εταιρείας, καθώς για πρώτη φορά στην επιχειρηματική ιστορία του τόπου συνενώνονταν σε ένα εγχείρημα τρεις τράπεζες (Εθνική, Αθηνών και Ανατολής), βιομήχανοι και έμποροι.
Το μετοχικό κεφάλαιο ορίστηκε στα 2 εκατομμύρια δραχμές και μεγαλύτερος μέτοχος, με 3.000 μετοχές ήταν ο βιομήχανος Λεόντιος Οικονομίδης (1886- 1922), στενός φίλος και συνεργάτης του Νικόλαου Κανελλόπουλου, που επίσης πήρε σημαντικό αριθμό μετοχών (2.030).
Οι δύο συνέταιροι, που δημιούργησαν, λίγα χρόνια νωρίτερα, τη τσιμεντοβιομηχανία «Τιτάν», ήταν οι εμπνευστές του εγχειρήματος της εταιρείας Λιπασμάτων και μέλη της «παρέας της Ζυρίχης», μιας ομάδας νέων επιστημόνων, που στα τέλη του 19ου αιώνα, έκαναν μέρος των σπουδών τους, στο Πολυτεχνείο της ελβετικής πόλης.
Στη «παρέα» τους ανήκαν ακόμα οι Αλέξανδρος Ζαχαρίου, Ι. Αραπίδης, Α. Χατζηκυριάκος, Ι. Ρουσσόπουλος κ.α.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, αμέσως μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα, ανά δύο ή περισσότεροι μαζί, συγκρότησαν επιχειρήσεις, που διαδραμάτισαν ιθύνοντα ρόλο στον κλάδο τους και διαμόρφωσαν εν πολλοίς το επιχειρηματικό τοπίο της χώρας μέχρι το Β’ παγκόσμιο πόλεμο.
Η επιτυχία των επιχειρηματικών κινήσεων καθοριζόταν από την εξεύρεση κεφαλαίων. Γι’ αυτό ο ρόλος των τραπεζών, ιδιαίτερα της Εθνικής, ήταν καθοριστικός.
Πρόσωπο- κλειδί στην Εθνική Τράπεζα ήταν το επί σειρά ετών στέλεχός της και μετέπειτα διοικητής της,  Ιωάννης Δροσόπουλος (1870- 1939), για τον οποίο ο Χριστόφορος Κατσάμπας, δημιουργός της Πειραϊκής-Πατραϊκής, είχε πει: «Εθεωρείτο υπερπρωθυπουργός και μοναδικός εις δύναμιν εις τον τόπον μας. Μία απλή εκδήλωσις ενδιαφέροντος εκ μέρους του, ημπορούσε να σε κάμη μεγάλον». {Πηγή: εφ. «Ημερησία» 29.3.2008}
Κατά συνέπεια, η παρουσία του Δροσόπουλου και του τότε διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Δημήτρη Μάξιμου στο Διοικητικό Συμβούλιο της νεοσύστατης εταιρείας λιπασμάτων ήταν αρκετή για να της δώσει… φτερά.

Ο Νικόλαος Κανελλόπουλος με τον Λεόντιο Οικονομίδη, αξιοποίησαν στο έπακρο αυτές τις δυνατότητες, με αποτέλεσμα η επιχείρηση να αναπτύσσεται διαρκώς, με αντίστοιχη κερδοφορία. Όχι, όμως με ανάλογη αναγνώριση την θυσιών των εργαζόμενων.
Το εργοστάσιο κατασκευάστηκε στη Δραπετσώνα, που ήταν τότε γνωστή από την ύπαρξη ενός ερειπωμένου μνημείου του Θεμιστοκλή. Το 1911 οι καμινάδες είχαν αρχίσει να δουλεύουν.
Τότε, η χρήση χημικών λιπασμάτων ήταν σχεδόν άγνωστη στην χώρα μας. Για αυτό, η εταιρεία κατέβαλε από την αρχή μεγάλες προσπάθειες, με την δημιουργία δικτύου επαρχιακών γεωπόνων, για να πείσει τους αγρότες πως ήταν αναγκαία η φωσφορική λίπανση για την βελτίωση της ποιοτικής και ποσοτικής αποδόσεως των καλλιεργειών τους.
Από την αρχή της λειτουργίας του εργοστασίου παρουσιάστηκε το πρόβλημα της συσκευασίας του θειικού οξέος σε γυάλινα δοχεία για να μπορεί να μεταφέρεται.
Γι’ αυτό, το 1911 ξεκινούν οι μελέτες για την κατασκευή μονάδας υαλουργείου παραγωγής φιαλών, η οποία θα ξεκινήσει την παραγωγή τρία χρόνια αργότερα.
Ταυτόχρονα με την ανάπτυξή της εταιρείας, έρχονται και οι πρώτες συγκρούσεις με τους εργαζόμενους.
Όπως διαβάζουμε στην πειραϊκή εφημερίδα «Φως» (φ.15 Μάϊου 1916) με πρωτοβουλία ανώτερου στελέχους, που ανελάμβανε «κατά μυστηριώδη τρόπον εργολαβικώς τας φορτοεκφορτώσεις της Εταιρείας», σταμάτησε η συνεργασία με τους φορτοεκφορτωτές του τότε Συνδέσμου Εργατών Λιμένος Ζέας και στη θέση τους πήραν ανειδίκευτους, εκτός σωματείου, εργάτες.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, καθώς πλέον είχε κατοχυρωθεί από διετίας, νομοθετικά, η συνδικαλιστική δράση, οι εργάτες των Λιπασμάτων ξεκινούν να φτιάξουν σωματείο.
«Ο κ. Κανελλόπουλος τον οποίον οι αντιπρόσωποι του Εργατικού Κέντρου επεσκέφθησαν εδήλωσε κατηγορηματικώτατα ότι με κανένα τρόπον δεν θα εδέχετο να αποτελέσουν οι εργάται των επιχειρήσεών των, Σωματείον διότι εν τοιαύτη περιπτώσει θα προτίμα να κλείσει το εργοστάσιον» (εφ. «ΦΩΣ» 29.9.1916)
Παράλληλα, προχωράει στην απόλυση πέντε εργατών, που πρωτοστάτησαν στην ίδρυση του σωματείου και εξαπολύονται απειλές απόλυσης προς όσους εκφράζουν επιθυμία εγγραφής στο σωματείο.
Το Εργατικό Κέντρο Πειραιά κηρύσσει απεργία, στην οποία συμμετέχουν περίπου 350 εργαζόμενοι στα Λιπάσματα.

Η απεργία διαρκεί 4-5 ημέρες. Τη τελευταία μέρα η Διοικούσα Επιτροπή του ΕΚΠ πραγματοποιεί μια συνεδρίαση, που χαρακτηρίστηκε ως «ιστορική» λόγω της σημασίας του θέματος, και αποφασίζει γενική απεργία και «μέτρα για τα προϊόντα των επιχειρήσεων Κανελλόπουλου».
Ωστόσο, οι αποφάσεις του ΕΚΠ δεν εφαρμόστηκαν επειδή ο Κανελλόπουλος εμφανίστηκε να αποδέχεται τα αιτήματα των απεργών
Καθοριστικό ρόλο στην προσωρινή εκτόνωση της κατάστασης φαίνεται ότι είχε η παρέμβαση του Λεόντιου Οικονομίδη, που προσέλαβε στην επιχείρησή του «Χρωματουργική» τους πέντε απολυθέντες.
Στη πραγματικότητα, όμως, οι δεσμεύσεις Κανελλόπουλου δεν είχαν… αντίκρισμα καθώς όπως έγραφε η φιλεργατική εφημερίδα «ΦΩΣ» συνεχίστηκαν οι πιέσεις και οι απειλές εναντίον εργαζόμενων.
Το χειρότερο ήταν ότι στο εργοστάσιο βρίσκονταν και κάποιοι ένοπλοι- «μπράβοι», κατά την εφημερίδα- οι οποίοι πρωταγωνίστησαν σε αιματηρά επεισόδια κατά εργατών.
Ακόμα, κατώτερα στελέχη της εταιρείας κάνουν σωματικές έρευνες σε εργάτες προσπαθώντας να βρουν τεκμήρια συμμετοχής στο Εργατικό Κέντρο!
Και αυτό διότι το ΕΚΠ, που είχε, στα πρώτα χρόνια του, καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του συνδικαλιστικού κινήματος, πήρε υπό την «ομπρέλα» του τη δημιουργία σωματείου.
Πραγματικά, την Κυριακή 2 Οκτωβρίου 1916, περίπου 400 εργάτες συγκεντρώθηκαν στο Εργατικό Κέντρο, που στεγαζόταν τότε σε χώρο του Δημοτικού Θεάτρου, και εξέλεξαν τη πρώτη διοίκηση του σωματείου.
Παράλληλα, ο Ν. Κανελλόπουλος αναγκάζεται να διαβεβαιώσει, εγγράφως, ότι «η Εταιρεία δεν εμποδίζει τους εργάτας ν’ ανήκουν εις Σωματείαν».
Λίγα χρόνια αργότερα, η εταιρεία εξασφαλίζει φθηνό εργατικό δυναμικό από τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες, που συρρέουν στη χώρα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου 800 οικογένειες από την Ουκρανία κατοικούν στη Δραπετσώνα και «δουλεύουν στα Λιπάσματα, στο Τσιμεντάδικο και αλλού με 8- 15 δραχ. μεροκάματο, όσα δηλαδή θέλει ο αφέντης για πούρα!»,  έγραφε, στις 24 Απρίλη 1922, ο «Ριζοσπάστης».
Με χαμηλό κόστος η εταιρεία παρουσιάζει άνθηση και γίνεται ακόμα πιο ισχυρή αντλώντας κεφάλαια από το Χρηματιστήριο, όπου διαπραγματεύεται η μετοχή της αλλά και από τη λειτουργία της ως… παρατράπεζα.
Σε διαφημιστική καταχώρηση σε εφημερίδες της εποχής διαβάζουμε ότι η εταιρεία δέχεται προθεσμιακές καταθέσεις σε δραχμές, λίρες, δολάρια ή χρυσό προσφέροντας επιτόκιο ανάλογα με την διάρκειά τους. Μάλιστα, διαφημίζει ότι οι τόκοι απαλλάσσονται από φορολογία.
Το προνόμιο να «δανείζεται» από το κόσμο και η απαλλαγή των χρημάτων από φορολόγηση της δόθηκε, το 1926, με νομοθετικό διάταγμα, στη διάρκεια της δικτατορίας Πάγκαλου (ΦΕΚ 80/5-3-1926), με το αιτιολογικό της ενίσχυσης της… γεωργίας.
Η δύναμη των «Λιπασμάτων» και προσωπικά του Ν. Κανελλόπουλου μεγαλώνει με γεωμετρική πρόοδο. Μάλιστα, το 1927 κυκλοφορεί, στην Αθήνα, η εφημερίδα «Ελληνικός Ταχυδρόμος», που όπως έγραψε, αργότερα, ο «Ριζοσπάστης» ανήκε στο Κανελλόπουλο.
Η εφημερίδα (Οκτώβριος 1927), με πύρινα πρωτοσέλιδα άρθρα, τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της εταιρείας σε μια νέα διαμάχη της με το σωματείο φορτοεκφορτωτών, εξαπολύοντας τις γνωστές διαχρονικά επιθέσεις σε βάρος του συνδικαλισμού, περί «φιλεργατικού τσαρλατανισμού» κ.α
Όπως επισημαίνει ο «Ριζοσπάστης» (φ. 29.10.1927) η εταιρεία προσπάθησε να φέρει σε αντιπαράθεση τους δικούς της εργαζόμενους με τους φορτοεκφορτωτές και όταν απέτυχε προχώρησε σε «λοκ άουτ» αφήνοντας χωρίς μεροκάματο τους εργάτες.
Πέρα από την απαγόρευση του «λοκ άουτ» οι εργάτες διεκδικούσαν αύξηση 20 δραχμών στο μεροκάματο. Δεν την πήραν τότε.
Όμως, η εταιρεία εκείνη την χρονιά (1927), όπως φαινόταν στον ισολογισμό της είχε κέρδη ύψους 60.864.376 δραχμές, ποσό τεράστιο για την εποχή!
Τον Ιούλιο του 1929 οι εργαζόμενοι στα Λιπάσματα χρειάστηκε να κάνουν νέα απεργία για να διεκδικήσουν αυξήσεις και 8ωρη εργασία.
Μόλις κατατέθηκαν τα αιτήματα η εταιρεία «απάντησε» με 120 απολύσεις. Η απεργία αρχίζει και τις δύο πρώτες μέρες (10 και 11 Ιουλίου 1929) γίνονται αιματηρά επεισόδια στην είσοδο του εργοστάσιου. Από τη μια πλευρά βρίσκεται η ένοπλη «ιδιωτική φρουρά ασφαλείας» (ή «μπράβοι», κατά το λαϊκότερο) και αστυνομικές δυνάμεις και από την άλλη οι εργάτες.
Στα επεισόδια χάνει τη ζωή του ένας εργάτης ονόματι Αγαθαγγέλου (τα ρεπορτάζ αναφέρονται και σε άλλους δύο «εξαφανισθέντες» εργάτες) και τραυματίστηκαν περισσότεροι από 15, από τους οποίους τουλάχιστον τρεις από σφαίρες («Ριζοσπάστης» 11 και 12.7.1929).
Όμως, τα κέρδη της εταιρείας αυξάνονται αλματωδώς και το διάστημα 1932- 33 φτάνουν στα 132 εκατομμύρια δραχμές! («Ριζοσπάστης» φ. 21.6.1933).
Παράλληλα, αυξάνει η επιρροή του ο Ν. Κανελλόπουλος και τη 1η Δεκεμβρίου 1935 ορκίζεται με τη βραχύβια κυβέρνηση Δεμερτζή υπουργός Εθνικής Οικονομίας και προσωρινώς υπουργός Συγκοινωνίας και Εργασίας.
Στη σύντομη παραμονή του σε αυτή τη θέση (παραιτήθηκε με την πτώση της κυβέρνησης το Μάρτη του 1936) προκάλεσε πολλές αντιδράσεις.
Αρχικά, για μια υπουργική απόφαση, που υπέγραψε και εξαίρεσε το εργοστάσιο Λιπασμάτων από τους περιορισμούς στην εισαγωγή φωσφορικού ασβεστίου, την πρώτη ύλη του («Ριζοσπάστης» φ. 20.12.1935) και στη συνέχεια για πιέσεις σε εργαζόμενους για να μην ψηφίσουν το «βενιζελικό» κόμμα των Φιλελευθέρων (εφ. «Πατρίς» 17.1.1936)
Όπως σημειώνουν μελετητές της περιόδου, η ΑΕΕΧΠ Λιπασμάτων του Κανελλόπουλου μαζί με την Πειραϊκή- Πατραϊκή του Κατσάμπα και την ΠΥΡΚΑΛ του Μποδοσάκη Αθανασιάδη αποτελούν κλασικά δείγματα «υπερπροστατευτικής πολιτικής» και «προκλητικά ευνοϊκής αντιμετώπισης».
Ο θάνατος του Κανελλόπουλου (Αύγουστος 1936) και η έναρξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου ανακόπτουν την πορεία του εργοστασίου. Όμως, συνεχίζει να λειτουργεί σε όλη την διάρκεια της Κατοχής παρότι προκλήθηκαν μεγάλες ζημιές στην διάρκεια των βομβαρδισμών.
Ένας από τους βομβαρδισμούς βρήκε τους εργαζόμενους στη τραπεζαρία, όπως θυμούνται παλιοί εργάτες, με αποτέλεσμα να χάσουν την ζωή τους πολλοί από αυτούς.
Το 1947 αναλαμβάνει διευθύνων σύμβουλος ο Μποδοσάκης Αθανασιάδης και με βασικό στήριγμα την οικονομική βοήθεια από το σχέδιο Μάρσαλ υλοποιείται πρόγραμμα ανανέωσης της μονάδας.
Ωστόσο, οι αγώνες των εργαζόμενων συνεχίζονται. Μάλιστα, τον Αύγουστο του 1950 χρειάστηκε να κάνουν 10ημερη απεργία για να δοθούν αυξήσεις στα μεροκάματά τους (εφ. «Ελευθερία» 10.8.1950).
Το 1956 η ΑΕΕΧΠ και Λιπασμάτων ίδρυσε την εταιρεία ΛΙΠΤΟΛ (Λιγνίτες Πτολεμαΐδος) με σκοπό την εκμετάλλευση των λιγνιτικών κοιτασμάτων της περιοχής και τον Απρίλη του 1962 θεμελιώνεται μονάδα φωσφορικών λιπασμάτων.
Το εργοστάσιο Λιπασμάτων φτάνει να καταλαμβάνει έκταση 250 στρεμμάτων, παράγει 100.000 τόνους λίπασμα, από τους οποίους περίπου οι μισοί πωλούνταν στο εξωτερικό και υπήρξαν διαστήματα που έδινε δουλειά σε περίπου 7.000 εργαζόμενους.
Η οικογένεια Αθανασιάδη διατήρησε την εταιρεία μέχρι το 1989, οπότε δολοφονήθηκε από τη «17 Νοέμβρη» ο Αλέκος Αθανασιάδης.
Ήταν η δεκαετία, που το εργοστάσιο συγκέντρωσε πολλές φορές τα «πυρά» για ρύπανση του περιβάλλοντος, μέχρι να ληφθούν την δεκαετία του 1990 αντιρρυπαντικά μέτρα.
Όμως, πλέον το εργοστάσιο είχε μπει στα χρόνια της παρακμής. Ένα ένα  έκλειναν τα διάφορα τμήματα, οι εργαζόμενοι από περίπου 1.200 απέμειναν 400 και από το 1993 πέρασε, εξ ολοκλήρου, στην «Πρότυπο Κτηματική», θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας, μέχρι που έκλεισε.
Οι επισημάνσεις των εργαζόμενων ότι μετά από το κλείσιμο, η ελληνική γεωργία θα εξαρτηθεί πλήρως από το εισαγόμενο λίπασμα, έχουν μέχρι σήμερα δραματική επικαιρότητα….

Οι συνθήκες εργασίας στο Μεσοπόλεμο
Τη περίοδο του Μεσοπολέμου οι συνθήκες δουλειάς στο εργοστάσιο Λιπασμάτων στη Δραπετσώνα ήταν εξαιρετικά δύσκολες.
Στο εργοστάσιο εκτός από τις άνδρες και τις γυναίκες δούλευαν και πολλοί ανήλικοι, που έπαιρναν ακόμα λιγότερο μεροκάματο ενώ η κατάσταση ήταν ασφυκτική.
«Στο εργοστάσιο Λιπασμάτων Κανελλοπούλου στο Πειραιά (…) απαγορεύεται το διάβασμα οιασδήποτε εφημερίδας. Για να πιής νερό ή να πας στο αποχωρητήριο πρέπει να κάνεις ορισμένα δευτερόλεπτα», αναφερόταν σε καταγγελία εργάτη, που δημοσιεύτηκε, στις 4 Μαΐου 1930, στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης».
Η ίδια εφημερίδα σε ένα αποκαλυπτικό πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ, που είχε δημοσιευτεί, στις 13 Ιουλίου 1929, περιέγραφε αναλυτικά τις συνθήκες δουλειάς:
«Η δουλειά μέσα στο εργοστάσιο είναι κάτι περισσότερο από σκυλήσια. Οι εργάτες δουλεύουν 10 ολόκληρες ώρες και παραπάνω, πολλές φορές, ώρες και παίρνουν 25- 40 δραχμές (…). Οι γυναίκες και τα ανήλικα αγόρια και κορίτσια παίρνουν 15- 25 δραχ. για όλη τη μέρα. Η νυχτερινή δουλειά υπολογίζεται με το ίδιο μεροκάματο και είναι υποχρεωτική για όλους επί ποινή διωξίματος».
Τότε στο εργοστάσιο εργάζονταν περίπου 2.500 εργάτες στους κλάδους: Φορτοεκφόρτωση, οξέα, λιπάσματα, υαλουργείο, οικοδομών και πλινθοποιείο.
Τα μέτρα ασφαλείας φαίνεται ότι ήταν ελλειπή έως ανύπαρκτα, με αποτέλεσμα να γίνονται συχνά εργατικά ατυχήματα ακόμα και θανατηφόρα ενώ «θέριζαν» ασθένειες, όπως η φυματίωση, ιδιαίτερα όσους εργάζονταν στο τμήμα των οξέων.
«Ούτε φόρμες παραχωρούνται σ’ όσους δουλεύουν στα τμήματα αυτά και καίνε από τα δηλητήρια τα ρούχα τους, ούτε μάσκες για να προφυλάγονται από τα δηλητηριασμένα αέρια, που εξατμίζουν όταν τρυπήσουν οι πύργοι των οξέων. Ακόμα και το σχετικό γάλα, που επιβάλλεται να πίνουν οι εργάτες, όταν μπαίνουν ή βγαίνουν από την δουλειά, ο Κανελλόπουλος δεν το παραχωρεί», έγραφε το ίδιο ρεπορτάζ.
Στο υαλουργείο, που αποτελούσε εξαιρετικά σημαντική δραστηριότητα με μεγάλη παραγωγή, «δουλεύουν πάνω από 150 εργάτες που κυριολεχτικά λιώνουν ζώντας μέσα σε μια αφόρητη ζέστη που υπάρχει παντού. Είναι μια αληθινή κόλαση».
Τέσσερα χρόνια αργότερα (1933) η κατάσταση δεν έχει διορθωθεί.
«Η δουλειά που κάνουν τώρα οι γυαλάδες (σ.σ. εργαζόμενοι στο υαλουργείο) είναι απελπιστική. Δουλεύουν μέσα σε αληθινή κόλαση. Τα σπλάχνα τους καίγονται από το φύσημα. Τρείς πέθαναν απ’ αυτή τη δουλειά. Γίνεται δουλειά εντατική για να βγαίνει μεγάλη παραγωγή και να πλουτίζει ο Κανελλόπουλος. Στο τμήμα υδροχλωρικού νιτρικού οξέος οι εργάτες είναι σχεδόν σκελετοί και κίτρινοι», ανέφερε ένας εργάτης σε κείμενό του, που δημοσιεύτηκε, στις 21.6.1933, στο «Ριζοσπάστη».
Στο ίδιο κείμενο μαθαίνουμε ότι η Εταιρεία πωλούσε τρόφιμα στους εργαζόμενους, πιθανόν όσα κατανάλωναν στο διάλειμμα της 12ωρης εργασίας τους. Όπως και να είχε είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι «το ψωμί αντί για μια οκά (σ.σ. μονάδα βάρους), που πληρώνουν οι εργάτες τους δίνουν 320 δράμια. Κάθε μέρα πωλούνται πάνω από 4 χιλ. οκάδες, φαντασθήτε τι βγάζει η εταιρεία»…

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε, για πρώτη φορά, στο ένθετο "Νησίδες" της "Εφημερίδας των Συντακτών" (φ. 28.5.2017)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι πιο δημοφιλείς αναρτήσεις