Του Σταύρου Μαλαγκονιάρη
Πριν από την εκλογική διαδικασία με τα γνωστά ψηφοδέλτια, η Ελλάδα εφάρμοζε, για πολλά χρόνια, ένα περίπλοκο εκλογικό σύστημα, δημιούργημα των Άγγλων επικυρίαρχων των Επτανήσων.
Το σύστημα αυτό, που εφαρμοζόταν στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα… εισήχθη το 1864 και στην υπόλοιπη Ελλάδα και χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια.
Αρχικά, στα χρόνια του Όθωνα οι εκλογές γίνονταν με χειρόγραφα ψηφοδέλτια. Το ψηφοδέλτιο ήταν λευκό και ο ψηφοφόρος σημείωνε χειρόγραφα τον εκλεκτό του υποψήφιο. Ωστόσο, καθώς οι περισσότεροι Έλληνες ήταν αναλφάβητοι γίνονταν εύκολα θύματα των κομματαρχών.
Έτσι, με την άνοδο του βασιλιά Γεωργίου στον θρόνο αποφασίστηκε η αλλαγή του εκλογικού συστήματος και η χρησιμοποίηση ενός άλλου, που μέχρι τότε εφαρμοζόταν στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα και μετά την ενσωμάτωσή τους με την Ελλάδα εφαρμόστηκε σε όλο το κράτος.
Βασικό στοιχείο του συστήματος ήταν το σφαιρίδιο, που ήταν ένας μικρός μολυβένιος βώλος (ή βόλι) και από το οποίο βγήκε η έκφραση "καλό βόλι".
Σε γενικές γραμμές η διαδικασία γινόταν ως εξής:
Στα εκλογικά τμήματα, που κυρίως ήταν κάποια εκκλησία στη πρωτεύουσα του νομού (στην Αθήνα και στον Πειραιά χρησιμοποιούντο περισσότερες εκκλησίες και ελάχιστα δημόσια κτήρια, όπως σχολεία) τοποθετούνταν κάλπες, όσοι ήταν και οι υποψήφιοι βουλευτές.
Κάθε κάλπη είχε το όνομα του κάθε υποψήφιο και ήταν διαιρεμένη σε δύο τμήματα. Το δεξιό τμήμα είχε λευκό χρώμα και αφορούσε το «ΝΑΙ» και το αριστερό μαύρο χρώμα και ήταν το «ΟΧΙ».
Ο ψηφοφόρος έπαιρνε από το σφαιροδότη ένα μολυβένιο σφαιρίδιο, σήκωνε ψηλά το χέρι του για να δουν τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής ότι κρατά μόνο ένα σφαιρίδιο και στη συνέχεια πλησίαζε την κάλπη και βάζοντας το χέρι του σε ένα σωλήνα, που ξεκινούσε από μια στρογγυλή τρύπα στο πάνω μέρος της κάλπης κατηύθυνε με το χέρι το σφαιρίδιο σε όποιο τμήμα, δηλαδή το "ΝΑΙ" ή το "ΌΧΙ" ήθελε να το ρίξει.
Το «ναι» αντιστοιχούσε στην θετική ψήφο και το «όχι» στην αρνητική. Δηλαδή, ο εκλογέας που ήθελε να καταψηφίσει ένα υποψήφιο έριχνε το σφαιρίδιο στο τμήμα της κάλπης που είχε μαύρο χρώμα, εξ ου και οι εκφράσεις «τον μαύρισαν» ή «θα φάει ή έφαγε μαύρο».
Για να μην ακούγεται σε ποια μεριά της κάλπης έπεφτε το σφαιρίδιο, ολόκληρο το εσωτερικό της κάλπης «καλύπτεται δι’ εριούχου υφάσματος».
Καμιά φορά οι φανατικοί οπαδοί ενός υποψηφίου δάγκωναν το σφαιρίδιο, ώστε να αφήσουν τα ίχνη των δοντιών τους στην επιφάνειά του και να δείξουν την αφοσίωσή τους στον εκλεκτό τους. Από εκεί προέρχεται η έκφραση «το έριξα δαγκωτό»!
Αυτό επαναλαμβανόταν με διαφορετικό σφαιρίδιο σε κάθε κάλπη ξεχωριστά.
Στα αξιοσημείωτα αυτού του συστήματος ήταν ότι ο ψηφοφόρος μπορούσε να ρίξει θετική (λευκή) ψήφο σε όλες τις κάλπες, δηλαδή για όλους τους υποψήφιους!
Η καταμέτρηση ξεκινούσε από το «ΝΑΙ» και μετά καταμετρείτο το «ΟΧΙ». Εάν σε μια κάλπη βρίσκονταν περισσότερα σφαιρίδια από τον αριθμό των ψηφοφόρων τα σφαιρίδια αφαιρούνταν από το «ΝΑΙ».
Η διαδικασία ήταν χρονοβόρα και για αυτό οι εκλογές διαρκούσαν τέσσερις μέρες.
Αυτό το σύστημα καταργήθηκε, το 1912, μετά από πολλές εκλογικές αναμετρήσεις, που χαρακτηρίστηκαν από καταγγελίες για νοθεία.
Στο Σύνταγμα του 1911, που φέρει τη σφραγίδα του Ελευθερίου Βενιζέλου, δεν συμπεριλήφθηκε η διάταξη του Συντάγματος του 1864 για το σφαιρίδιο και αφέθηκε στον κοινό νομοθέτη η πρωτοβουλία να ορίσει δια νόμου το μέσο ψηφοφορίας.
Με νόμο του Ελ. Βενιζέλου (ΦΕΚ Α 58/14.2.1912) καθιερώθηκε οι εκλογές να γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια, τη πρώτη Κυριακή του Ιουλίου και οι δημοτικές και κοινοτικές αρχές να εγκαθίστανται την 1η Οκτωβρίου.
Το δικαίωμα του εκλέγεσθαι αναγνωρίστηκε σε άτομα άνω των 25 ετών και η ψηφοφορία θα γινόταν πλέον με ψηφοδέλτια, χωρίς διακριτά σημεία, τα οποία, όπως μέχρι τώρα, εσωκλείονται σε ειδικό φάκελο, που αριθμείται και μονογράφεται από το δικαστικό αντιπρόσωπο.
Έτσι, το έντυπο ψηφοδέλτιο επανήλθε στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές του 1914 και από τις βουλευτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 είναι το μέσο ψηφοφορίας (μαζί με τον σταυρό προτίμησης) που ισχύει μέχρι σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου