Σελίδες

Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

Μια βόλτα στον Πειραιά του 1850. Πως ήταν η πόλη, τι προτιμούσαν ενδυματολογικά οι κάτοικοι, το ταξίδι για την Αθήνα

 Του Σταύρου Μαλαγκονιάρη

Πως ήταν ο Πειραιάς το 1850; Γιατί έδινε μια «διπλή» εικόνα, παραδοσιακή και «ευρωπαϊκή»;
Για αυτά και άλλα ερωτήματα παίρνουμε απαντήσεις από περιηγητές, που έφτασαν εκείνα τα χρόνια, στο λιμάνι και αποτύπωσαν γραπτά τις αναμνήσεις τους.
Ας γνωρίσουμε, λοιπόν, τον Πειραιά όπως ήταν πάνω κάτω 30 χρόνια από τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Σαν παραμύθι. Ας ξεκινήσουμε. «Δώσε κλώτσο να γυρίσει παραμύθι να αρχινίσει…..»

Η πρώτη εικόνα που έδινε ο Πειραιάς μόλις έφτανε ο ταξιδιώτης ήταν ενός χωριού.
«(…) στις 9 το βράδυ μπήκαμε στον Πειραιά. Μια και απείχαμε τόσο λίγο από την Αθήνα θα ήταν κρίμα να περάσουμε τη νύχτα σε αυτό το χωριό», έγραψε ο A. Proust (Αντώνιος Προύστ, ζωγράφος, δημοσιογράφος και πολιτικός).
«Ο Πειραιάς είναι ένα χωριό τεσσάρων ή πέντε χιλιάδων ψυχών, όλο ταβέρνες και αποθήκες», περιέγραψε και ο Έντμοντ Αμπού.
Όμως, αυτή η πρώτη εικόνα δεν αντιπροσώπευε την πραγματικότητα. Ο ίδιος ο Proust σε νεότερη επίσκεψή του ανέφερε:
«Ο Πειραιάς είναι πόλη. Έχει πεζοδρόμια, έχει φανούς, ξενοδοχεία, κομψά ζαχαροπλαστεία με τοιχογραφίες, ιταλικού στυλ σε χαρούμενα χρώματα».
Κατά τον Proust ο Πειραιάς έχει ακόμα «κυρίους επίσημα ενδεδυμένους και κυρίες με καπέλα».
Ωστόσο, σύμφωνα με τις περιγραφές του μυθιστοριογράφου Henri Riviere αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού, που επισκέφθηκε τον Πειραιά και την Αθήνα με γαλλικό πολεμικό πλοίο, το 1864 και τις μεταφέρει ο Μπάμπης Άννινος «ο αποβιβαζόμενος εις την ξηράν αντικρύζει με πολλήν έκπληξιν και περιέργειαν τους κατοίκους του Πειραιώς με τις βράκες των ή την φουστανέλαν την κεντητήν φερμέλην, την τριχωτήν κάπαν, την μελαχροινήν όψιν και τους μακρούς μύστακας. Νομίζει ότι ευρίσκεται εν τω μέσω λαού παλαιμάχων πολεμιστών».
Αυτές οι δύο διαφορετικές περιγραφές δεν είναι περίεργο. Σύμφωνα με τος περιηγητές ανάλογες εικόνες υπήρχαν και στην Αθήνα καθώς πολύς κόσμος συνέχιζε να φορά τις παραδοσιακές ενδυμασίες και άλλοι, συνήθως της αστικής τάξης, είχαν υιοθετήσει την ευρωπαϊκή ενδυμασία. Η «ισορροπία» δεν είχε ακόμα επέλθει….
Η αποβίβαση από τα πλοία γινόταν με βάρκες και οι επιβάτες ξεκινούσαν με άμαξες, το μοναδικό μεταφορικό μέσο για την Αθήνα, μέχρι το 1869, οπότε ξεκίνησε δρομολόγια ο σιδηρόδρομος.
«Επιτόπου ευρίσκει εκεί ο αφικνούμενος ξένος πλήθος οχημάτων παντός ρυθμούς και πάσης εποχής, συρόμενων υπό ίππων ισχνών, αλλ’ ακουράστων», γράφει ο Άννινος
«Το αμάξι ξεκίνησε με ταχύτητα πάνω σε ένα δρόμο στρωμένο με χαλίκι σηκώνοντας ένα πυκνό σύννεφο ζώνης», λέει ο Proust.
Η απόσταση ήταν περίπου 7 χιλιόμετρα, αλλά όπως περιγράφει ο Αμπού ο δρόμος ήταν «όλο λάσπη τον χειμώνα και σκόνη το καλοκαίρι». Όσο για τη διαδρομή διαβάζουμε:
«Σε λίγα μόνο σημεία βρίσκεις στις άκρες κάποιες ψηλές λεύκες (…) Στην αρχή συναντάς μόνο άγονες εκτάσεις που στα δεξιά μπερδεύονται με τους βάλτους του Φαλήρου. Στο ένα τέταρτο της λεύγας από τον Πειραιά αρχίζεις να βλέπεις λίγα αμπέλια και αμυγδαλιές· λίγο πιο μακριά ο δρόμος περνά πάνω από ένα αδιόρατο ποταμάκι· (…) είναι ο Κηφισός».
Σε αυτό το σημείο να πούμε ότι οι άμαξες στάθμευαν αναγκαστικά σε παράγκες, με διάφορες λαϊκές τοιχογραφίες, όπου προσφέρονταν στους ταξιδιώτες λουκούμι με νερό.
«Ο Αλέξανδρος {ο ξεναγός} (…) μας σέρβιρε ένα ποτήρι ρακί και λουκούμι (που φτιάχνετε από μέλι και αμύγδαλα), μετά σκαρφάλωσε δίπλα στον αμαξά και η τρελή κούρσα συνεχίστηκε», περιγράφει ο Proust.

•    Βιβλιογραφία
1)    Α. Proust «Ένας χειμώνας στην Αθήνα του 1857», εκδόσεις Ειρμός, Αθήνα 1990
2)    Μπάμπης Άννινος Αι Αθήναι κατά το 1850, Αθήνα χ.χ.
3)    Έντμοντ Αμπού «Η Ελλάδα του Όθωνα», εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου