Τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Οθωμανικό ζυγό ο Πειραιάς ήταν ακατοίκητος. Το μόνο κτίσμα και αυτό σχεδόν κατεστραμμένο ήταν η ιστορική Μονή του Αγίου Σπυρίδωνος, στην οποία διέμεναν λίγοι καλόγεροι ενώ προς τη θάλασσα υπήρχαν μερικές παράγκες, στις οποίες στεγάζονταν ορισμένοι ψαράδες.
Το 1834 όταν αποφασίστηκε να μεταφερθεί η πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους στην Αθήνα και άρχισε η μετακίνηση των κυβερνητικών παραγόντων από το Ναύπλιο στη διάρκεια του ταξιδιού με το πλοίο πολλοί προβληματίζονταν, όπως έγραφε, το 1866, η εφημερίδα «Αλήθεια» τι θα έκαναν εάν έφθαναν νύχτα. Και αυτό διότι
σε όλη την παραλία (σ.σ. στη σημερινή Ακτή Τζελέπη) δεν φαινόταν κανένα κτήριο παρά μόνο «έν άθλιον και χαμηλόν παράπηγμα», μια παράγκα, η οποία χρησίμευε ταυτόχρονα ως τελωνείο, ως υγειονομείο και ως λιμεναρχείο ενίοτε και ως πανδοχείο!
Μια γωνιά του πανδοχείου χρησίμευε και ως ταβέρνα. Έτσι, ένας υπουργός της εποχής ονόματι Ρίζος φθάνοντας στον Πειραιά την ώρα του βραδινού φαγητού αποφάσισε να γευματίσει εκεί πριν πάρει τον δρόμο για την Αθήνα. Μαζί του ήταν ένας σύμβουλος της Δικαιοσύνης και 7-8 ανώτεροι και κατώτεροι υπάλληλοι.
Η παρέα κάθισε σε ένα τραπέζι περιμένοντας να σερβιριστεί το φαγητό. Τότε ο ξενοδόχος (και ταβερνιάρης) τους έφερε με μεγάλη τσανάκα, από την οποία θα έπαιρναν το φαγητό με τα χέρια!
Ωστόσο, τόσο ο υπουργός όσο και άλλοι δεν δυσανασχέτησαν. Είχαν όλοι ζήσει σε καθεστώς σκλαβιάς και είχαν βγει από μια πολυετή επανάσταση, οπότε αυτά τα πράγματα τα αντιμετώπιζαν με στωικότητα και χιούμορ.
Την άλλη μέρα, ολοκληρώθηκε η αποβίβαση των επιβατών από το πλοίο και εμφορτώθηκε το κυβερνητικό αρχείο, που μεταφέρετο. Και τότε παρουσιάστηκε το μεγάλο ζήτημα για το πως θα φθάσουν όλα αυτά στην Αθήνα.
Τη λύση έδωσαν καμήλες και μουλάρια, στα οποία φορτώθηκαν τα πράγματα ενώ τα κυβερνητικά στελέχη είχαν πάρει το δρόμο με τα πόδια, για να φθάσουν στην Αθήνα μετά από μια κοπιαστική πεζοπορία στη «γραμμή» της οδού Πειραιώς διάρκειας περίπου 2 ωρών.
Ένα χρόνο αργότερα, συστήθηκε (1835) ο Δήμος Πειραιά και πρώτος δήμαρχος διορίστηκε ο Κυριάκος Σερφιώτης, για ν’ ακολουθήσει «η ίδρυση μηχανικού Τμήματος εν Πειραιεί υπό τη διεύθυνση Βαυαρών μηχανικών».
Σε ένα αφιέρωμα στην ημερήσια πειραϊκή εφημερίδα «Χρονογράφος» της 1ης Ιανουαρίου 1934 διαβάζουμε ότι το πρώτο σχέδιο της πόλεως του Πειραιά, «εξετείνετο προς ανατολάς μέχρι της νυν λεωφόρου Βενιζέλου(τη σημερινή λεωφόρο Γρ. Λαμπράκη) προς βορράν μέχρι της πλατείας Ιπποδαμείας συμπεριλαμβανομένης εν αυτώ προς μεσημβρίαν (νότια) μέχρι της λεωφόρου Χατζηκυριακού περίπου και προς δυσμάς μέχρι της πλατείας Λουδοβίκου, συμπεριλαμβανομένης και ταύτης ήτις δεν περιωρίζετο τότε εις το μικρόν τμήμα».
Οι πλατείες: Σε αυτό το πρώτο σχέδιο περιλαμβάνονταν οι πλατείες Κοραή, Ιπποδαμείας και Βαρβάκη, όπου σήμερα υπάρχουν οι κάτω από τη Τερψιθέα Κήποι, η πλατεία του Όθωνος (είναι η σημερινή πλατεία Καραϊσκάκη, που παλαιότερα είχε ονομαστεί και πλατεία Απόλλωνος, καθώς υπήρχε υπήρχε μαρμάρινη στήλη με προτομή του Απόλλωνα), η πλατεία Ρήγα Φεραίου (δεν ήταν ακριβώς πλατεία. Είναι το τρίγωνο που σχηματίζεται στις οδούς Γούναρη- πρώην Μακράς Στοάς- Τσαμαδού και Ναυαρίνου, όπου στάθμευαν οι άμαξες και για αυτό ονομαζόταν και πλατεία Αμαξών), η πλατεία Αμαλίας, που μετέπειτα επικράτησε να λέγεται πλατεία Τελωνείου (η σημερινή πλατεία Αγίου Νικολάου) και η πλατεία Λουδοβίκου, δίπλα στον σταθμό του «ηλεκτρικού»
Μερικά χρόνια αργότερα, το 1852, όπως διαβάζουμε στη «Στατιστική Πειραιώς» του Γ. Αγγελόπουλου ο Πειραιάς είχε έκταση από βορρά προς νότο περίπου μιάμιση ώρα και από τη δύση στην ανατολή περίπου τρία τέταρτα της ώρας. Ο πληθυσμός του ήταν 5.526 άτομα, από τους οποίους οι 3.463 δημότες, οι 1.605 ετεροδημότες και 458 αλλοδαποί. Από τους δημότες οι περισσότεροι ήταν Χιώτες και Υδραίοι, που είχαν εγκατασταθεί στη βόρεια και στη νότια πλευρά, αντίστοιχα.
Το 1834 όταν αποφασίστηκε να μεταφερθεί η πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους στην Αθήνα και άρχισε η μετακίνηση των κυβερνητικών παραγόντων από το Ναύπλιο στη διάρκεια του ταξιδιού με το πλοίο πολλοί προβληματίζονταν, όπως έγραφε, το 1866, η εφημερίδα «Αλήθεια» τι θα έκαναν εάν έφθαναν νύχτα. Και αυτό διότι
σε όλη την παραλία (σ.σ. στη σημερινή Ακτή Τζελέπη) δεν φαινόταν κανένα κτήριο παρά μόνο «έν άθλιον και χαμηλόν παράπηγμα», μια παράγκα, η οποία χρησίμευε ταυτόχρονα ως τελωνείο, ως υγειονομείο και ως λιμεναρχείο ενίοτε και ως πανδοχείο!
Μια γωνιά του πανδοχείου χρησίμευε και ως ταβέρνα. Έτσι, ένας υπουργός της εποχής ονόματι Ρίζος φθάνοντας στον Πειραιά την ώρα του βραδινού φαγητού αποφάσισε να γευματίσει εκεί πριν πάρει τον δρόμο για την Αθήνα. Μαζί του ήταν ένας σύμβουλος της Δικαιοσύνης και 7-8 ανώτεροι και κατώτεροι υπάλληλοι.
Η παρέα κάθισε σε ένα τραπέζι περιμένοντας να σερβιριστεί το φαγητό. Τότε ο ξενοδόχος (και ταβερνιάρης) τους έφερε με μεγάλη τσανάκα, από την οποία θα έπαιρναν το φαγητό με τα χέρια!
Ωστόσο, τόσο ο υπουργός όσο και άλλοι δεν δυσανασχέτησαν. Είχαν όλοι ζήσει σε καθεστώς σκλαβιάς και είχαν βγει από μια πολυετή επανάσταση, οπότε αυτά τα πράγματα τα αντιμετώπιζαν με στωικότητα και χιούμορ.
Την άλλη μέρα, ολοκληρώθηκε η αποβίβαση των επιβατών από το πλοίο και εμφορτώθηκε το κυβερνητικό αρχείο, που μεταφέρετο. Και τότε παρουσιάστηκε το μεγάλο ζήτημα για το πως θα φθάσουν όλα αυτά στην Αθήνα.
Τη λύση έδωσαν καμήλες και μουλάρια, στα οποία φορτώθηκαν τα πράγματα ενώ τα κυβερνητικά στελέχη είχαν πάρει το δρόμο με τα πόδια, για να φθάσουν στην Αθήνα μετά από μια κοπιαστική πεζοπορία στη «γραμμή» της οδού Πειραιώς διάρκειας περίπου 2 ωρών.
Ένα χρόνο αργότερα, συστήθηκε (1835) ο Δήμος Πειραιά και πρώτος δήμαρχος διορίστηκε ο Κυριάκος Σερφιώτης, για ν’ ακολουθήσει «η ίδρυση μηχανικού Τμήματος εν Πειραιεί υπό τη διεύθυνση Βαυαρών μηχανικών».
Σε ένα αφιέρωμα στην ημερήσια πειραϊκή εφημερίδα «Χρονογράφος» της 1ης Ιανουαρίου 1934 διαβάζουμε ότι το πρώτο σχέδιο της πόλεως του Πειραιά, «εξετείνετο προς ανατολάς μέχρι της νυν λεωφόρου Βενιζέλου(τη σημερινή λεωφόρο Γρ. Λαμπράκη) προς βορράν μέχρι της πλατείας Ιπποδαμείας συμπεριλαμβανομένης εν αυτώ προς μεσημβρίαν (νότια) μέχρι της λεωφόρου Χατζηκυριακού περίπου και προς δυσμάς μέχρι της πλατείας Λουδοβίκου, συμπεριλαμβανομένης και ταύτης ήτις δεν περιωρίζετο τότε εις το μικρόν τμήμα».
Οι πλατείες: Σε αυτό το πρώτο σχέδιο περιλαμβάνονταν οι πλατείες Κοραή, Ιπποδαμείας και Βαρβάκη, όπου σήμερα υπάρχουν οι κάτω από τη Τερψιθέα Κήποι, η πλατεία του Όθωνος (είναι η σημερινή πλατεία Καραϊσκάκη, που παλαιότερα είχε ονομαστεί και πλατεία Απόλλωνος, καθώς υπήρχε υπήρχε μαρμάρινη στήλη με προτομή του Απόλλωνα), η πλατεία Ρήγα Φεραίου (δεν ήταν ακριβώς πλατεία. Είναι το τρίγωνο που σχηματίζεται στις οδούς Γούναρη- πρώην Μακράς Στοάς- Τσαμαδού και Ναυαρίνου, όπου στάθμευαν οι άμαξες και για αυτό ονομαζόταν και πλατεία Αμαξών), η πλατεία Αμαλίας, που μετέπειτα επικράτησε να λέγεται πλατεία Τελωνείου (η σημερινή πλατεία Αγίου Νικολάου) και η πλατεία Λουδοβίκου, δίπλα στον σταθμό του «ηλεκτρικού»
Μερικά χρόνια αργότερα, το 1852, όπως διαβάζουμε στη «Στατιστική Πειραιώς» του Γ. Αγγελόπουλου ο Πειραιάς είχε έκταση από βορρά προς νότο περίπου μιάμιση ώρα και από τη δύση στην ανατολή περίπου τρία τέταρτα της ώρας. Ο πληθυσμός του ήταν 5.526 άτομα, από τους οποίους οι 3.463 δημότες, οι 1.605 ετεροδημότες και 458 αλλοδαποί. Από τους δημότες οι περισσότεροι ήταν Χιώτες και Υδραίοι, που είχαν εγκατασταθεί στη βόρεια και στη νότια πλευρά, αντίστοιχα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου